Πολιτικές εθνικά ανώφελες

Πολιτικές εθνικά ανώφελες

Χριστόδουλος Κ. Γιαλλουρίδης, Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία
Πάντειο Πανεπιστήμιο

Η Ελλάδα αποφάσισε αιφνιδίως την απέλαση Ρώσων διπλωματών και την δι’ αυτής δημιουργίας συνθηκών κρίσεως στις διπλωματικές σχέσεις Αθηνών – Μόσχας. Πρόκειται για μια κίνηση του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών, που ανεξαρτήτως των όποιων υφιστάμενων, εμφανών ή υποκρυπτόμενων σκοπιμοτήτων ή συμφερόντων, η κίνηση αυτή ξάφνιασε και προβλημάτισε ως μη αναμενόμενη.
Σε ότι αφορά στην ρωσική στάση στην συμφωνία Ελλάδας – Σκοπίων πρέπει να σημειώσουμε πως η ρωσική, μετασοβιετική αντίληψη της περιφερειακής πολιτικής ακολουθούσε το γνωστό δόγμα του «εγγύς εξωτερικού». Η Ρωσία ως κληρονόμος του σοβιετικού κράτους θεωρεί πως χώρες, που βρισκόντουσαν υπό την επικυριαρχία ή την συμμαχική σχέση με το σοβιετικό ιμπέριουμ, αποτελούν για την Μόσχα το λεγόμενο «εγγύς εξωτερικό», δηλαδή χώρο, όπου η Ρωσική Ομοσπονδία ασκεί νομιμοποιημένα ή δικαιωματικά, πολιτικές συνεργασίας και συμμαχικών σχέσεων. Τα Σκόπια, ανήκοντας στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και όντας σλαβική εθνότητα, αναγνωρίζονται από την Ρωσία ως εγγύς εξωτερικό.

Μια τέτοια διάρθρωση σχέσεων θα υπέβαλλε στην Αθήνα, νοουμένων των καλών δεσμών που είχε η Ελλάδα με την Ρωσία πριν από την κίνηση των Αθηνών για συμφωνία για το ονοματολογικό της ΠΓΔΜ, να υπάρξει μια σχετική διπλωματική συνεννόηση με την Μόσχα.
Η Ελλάδα ως ελληνισμός συνεργάστηκε με την Ρωσία, τόσο στην περίοδο της τσαρικής διακυβέρνησης της χώρας, όσο και αργότερα στην εποχή του σοβιετικού κράτους και στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ιδιαιτέρως στην περίοδο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπου μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου σημειώνεται πως ο τότε πρωθυπουργός συνομιλούσε με την Μόσχα. Μετέπειτα, ο Κώστας Καραμανλής μπόρεσε να ενισχύσει τις σχέσεις των δύο χωρών σε διάφορα επίπεδα έτι περαιτέρω. Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων πραγματοποιήθηκαν κατ’ επανάληψη επισκέψεις στην Μόσχα, ενώ οι πολιτικές των δύο χωρών συνέκλιναν και στον ενεργειακό χώρο, όπου ο αγωγός Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης απετέλεσε το σημαντικότερο ενεργειακό πρόγραμμα που συνέδεσε την στρατηγική των δύο χωρών σε αυτό τον κρίσιμο τομέα.

Σήμερα, σε μια μεταψυχροπολεμική δύσβατη μεν και σε ότι αφορά στις υπερδυνάμεις μη συγκρουσιακή διεθνή πολιτική, οι Πούτιν και Τραμπ συνομιλούν ως πυλώνες του διεθνούς συστήματος και η Ευρώπη πραγματοποιεί οικονομικά και πολιτικά ανοίγματα προς την Μόσχα. Την ίδια στιγμή η Αθήνα βρίσκεται σε σύγκρουση με την Ρωσία ασκόπως και ανωφέλως. Τούτο γιατί στην διεθνή πολιτική και στην διπλωματία οι πράξεις των κρατών και της κάθε χώρας οφείλουν να προσεγγίζονται στην σχέση κόστους και οφέλους.
Η άποψη πως η Μόσχα προσπάθησε να αποτρέψει την συμφωνία Ελλάδας – Σκοπίων είναι αφενός αστήρικτη, αφετέρου θα λέγαμε ουδέν φυσιολογικότερο τούτου, αφού για τα συμφέροντα της Ρωσίας αυτή η εξέλιξη δεν θα ήταν ευνοϊκή. Τα κράτη, ως γνωστόν, κινούνται στην διεθνή σκηνή, όχι επί τη βάση συμπαθειών, αλλά συμφερόντων. Στην περίπτωση των Σκοπίων, η απώλεια τους από την ρωσική επιρροή ήταν πλήγμα των ρωσικών συμφερόντων.

Παραμένει, επομένως, μετέωρο το ερώτημα προς τι η απέλαση; Τι επεδίωκε η Αθήνα συγκρουόμενη κατ’ αυτό τον κάθετο τρόπο με την Μόσχα; Να επιτύχει βελτίωση του διεθνούς της κύρους; Δεν κερδίζεις σε διεθνές κύρος, όταν εσύ μία μεσαίου μεγέθους χώρα συγκρούεσαι με μια μεγάλη δύναμη, όπως η Ρωσία. Ενισχύουμε κατ’ αυτό τον τρόπο την θέση και τον ρόλο μας στην Ευρώπη; Αντιθέτως χάνουμε, γιατί η Ευρώπη αναζητεί τρόπους σύμπραξης με την Μόσχα, όπου εμείς θα μπορούσαμε κάλλιστα να ήμασταν η γέφυρα συνεργασίας και συνεννόησης. Κερδίζουμε την εύνοια των ΗΠΑ, δεδομένου του γεγονότος ότι η συνεργασία Τραμπ – Πούτιν είναι υπαρκτή και διαρκώς ενισχυόμενη;
Θα πρέπει να θεωρείται ως πιθανό ενδεχόμενο το να επηρεαστούν οι ελληνο-ρωσικές οικονομικές σχέσεις εν προκειμένω, όπου η Ελλάδα μεσούσης της οικονομικής κρίσης, το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να της συμβεί, θα ήταν ένα οργανωμένο πλήγμα από την ρωσική ηγεσία εις βάρος των ελληνικών οικονομικών συμφερόντων, εντός και εκτός Ελλάδος. Από την άλλη, δεδομένων των ιστορικών δεσμών Λευκωσίας – Μόσχας, ελπίζει κανείς να μην επηρεαστεί η στήριξη που παρέχει η Ρωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας στο Κυπριακό, αλλά και γενικότερα η κυπριακή υπόθεση στις διεθνείς διαδρομές της.
Τέλος, πρέπει κανείς να υπομνήσει πως η υφιστάμενη ήδη και από της ρήξεως των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εντατικοποιηθείσα σχέση Ρωσίας – Τουρκίας, αναμφιβόλως θα επηρεάσει αρνητικά την γεωστρατηγική και γεωπολιτική θέση της Ελλάδος, αλλά και της Κύπρου στην περιοχή. Αυτό εξηγείται από το γεγονός της ικανότητας της Άγκυρας, διατηρώντας και την προσδοκία των αμερικανών περί αποκατάστασης των μεταξύ των σχέσεων, να επιτύχει να διατηρηθεί στο προσκήνιο ως αναδυόμενη περιφερειακή δύναμη. Η Τουρκία, παρά τα οικονομικά της προβλήματα, έχει δυνατότητες και ισχύ κράτους, που της επιτρέπουν να διαδραματίσει διεθνή σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώπιον μιας Τουρκίας ως επερχόμενου ηγεμονικού σταθεροποιητή, Ελλάδα και Κύπρος θα οδηγηθούν σταδιακά, φοβούμεθα αφεύκτως, σε μια περιθωριακή θέση στο ευρύτερο σκηνικό της ασφάλειας και πολιτικής της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.
Των ανωτέρω λεχθέντων, οφείλει κανείς να εκφράσει την προσδοκία πως η όποια ζημιά επήλθε στις ελληνο-ρωσικές σχέσεις θα είναι βραχείας κεφαλής, ελπίζοντας πως σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο θα μπορέσουν να αναπτυχθούν εκείνες οι διπλωματικές κινήσεις και ελιγμοί, που θα αποκαθιστούσαν την προγενεστέρα κατάσταση.

ειδήσεις επικαιρότητας