
Tων Νίκου Βέττα (Γενικού Διευθυντή ΙΟΒΕ, Καθηγητή Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών) και Μιχάλη Βασιλειάδη (Υπεύθυνου Τμήματος Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Πολιτικής ΙΟΒΕ)
To 2017 η ελληνική οικονομία ανέκαμψε κατά 1,3%, μεγέθυνση που είναι η μεγαλύτερη από το 2008, ενώ το μοναδικό άλλο έτος αυτής της περιόδου στο οποίο το ΑΕΠ αυξήθηκε ήταν το 2014 (+0,8%).
Με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία για το ΑΕΠ, η ανοδική τάση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας πέρυσι φαίνεται να επεκτείνεται στο τρέχον έτος και με μια μικρή ενίσχυση. Ωστόσο, είναι κρίσιμης σημασίας τα επιμέρους ποιοτικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης του ΑΕΠ. Η ελληνική οικονομία έχει σταματήσει να συρρικνώνεται, όμως η άνοδός της είναι ασθενική σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη και η επίτευξη ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα κάθε άλλο παρά δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου φετινού τριμήνου που ανακοίνωσε πριν δυο μέρες η ΕΛ.ΣΤΑΤ., η ελληνική οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται, για έκτο τρίμηνο. Όμως, ο ρυθμός μεγέθυνσής της επιβραδύνθηκε για πρώτη φορά σε αυτήν την περίοδο, από 2,5% στο αρχικό τρίμηνο φέτος, σε 1,8%. Η συγκεκριμένη μεταβολή του ΑΕΠ υπολείπεται επίσης του αντίστοιχου μέσου όρου στην Ευρωζώνη, βάσει της πρώτης εκτίμησης της Eurostat (2,2%). Στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου, το ΑΕΠ ήταν 2,1% υψηλότερο από την ίδια περίοδο πέρυσι, μεταβολή παραπλήσια με την εκτίμηση του ΙΟΒΕ για το σύνολο του τρέχοντος έτους (περιοχή 2%) και ελαφρώς χαμηλότερη του στόχου για φέτος στον Προϋπολογισμό του 2018 (2,5%).
Όπως και στο πρώτο τρίμηνο φέτος, η νέα άνοδος του ΑΕΠ προήλθε κατά κύριο λόγο από σημαντική διεύρυνση των εξαγωγών (+8,6% ή +€1,27 δισεκ.), κυρίως υπηρεσιών (+10,4%), αλλά και προϊόντων (+4,2%). Παρά αυτή τη σημαντική άνοδο, η θετική επίδραση του εξωτερικού ισοζυγίου στη μεταβολή του ΑΕΠ μετριάστηκε έναντι του προηγούμενου τριμήνου, επειδή αυξήθηκαν και οι εισαγωγές (+4,2%), αντί υποχώρησης στην περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου.
Ενισχυτικά στο εγχώριο προϊόν, σε σαφώς μικρότερο βαθμό από τις εξαγωγές, συνέβαλε η ιδιωτική κατανάλωση (+0,8% ή +€249 εκατ.), καθορίζοντας και την τάση στο σύνολο της εγχώριας καταναλωτικής ζήτησης (+0,6%), παρά τη μείωση των καταναλωτικών δαπανών του δημόσιου τομέα (-2,0%). Στο σύνολο του πρώτου εξαμήνου, τα καταναλωτικά έξοδα των νοικοκυριών ήταν οριακά περισσότερα από πέρυσι (+0,4%) και η δημόσια κατανάλωση ελαφρώς μικρότερη (-0,9%).
Στην τρέχουσα συγκυρία, είναι η εξέλιξη των επενδύσεων που έχει τη μεγαλύτερη κρισιμότητα, καθώς είναι και ένα σήμα για τις γενικότερες μακροοικονομικές εξελίξεις στην περίοδο μετά το τελευταίο μνημόνιο.
Σχετικά, την έντονη πτώση στο αρχικό τρίμηνο του 2018 (-11,1%) διαδέχθηκε μικρή άνοδος στο επόμενο (+2,1%). Όμως, αυτή προήλθε αποκλειστικά από τα υψηλότερα αποθέματα έναντι της αντίστοιχης περιόδου πέρυσι. Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου παρέμεινε σε πτωτική τροχιά (-5,5%). Επισημαίνεται ότι μεταξύ των κατηγοριών πάγιου κεφαλαίου η μοναδική κατηγορία σε κάμψη, από την αρχή του έτους, είναι ο Μεταφορικός εξοπλισμός – Οπλικά συστήματα, που μάλιστα είναι ιδιαίτερα έντονη (-53,3% στο α’ εξαμ.). Η συγκεκριμένη τάση σχετίζεται κυρίως με την κατακόρυφη μείωση των επενδύσεων σε πλοία, η οποία αποτυπώνεται στις εισαγωγές τους (-73,3% ή -€1,73 δισεκ., βάσει ΕΛ.ΣΤΑΤ.). Με την εξαίρεση αυτής της μεταβολής, οι υπόλοιπες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου διευρύνθηκαν στο πρώτο εξάμηνο κατά 6,9%.
Ως συνολική εικόνα, είναι η δυναμική του εξωτερικού τομέα αυτή που κατά κύριο λόγο δίνει ώθηση στην εγχώρια δραστηριότητα στο πρώτο μισό του 2018.
Αυτό συμβαίνει σε ένα πολύ ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, που όμως αρχίζει να εμφανίζει σημάδια κόπωσης καθώς έρχονται στο προσκήνιο τάσεις εμπορικού προστατευτισμού ενώ σταδιακά αυξάνεται και το κόστος χρήματος. Η καταναλωτική ζήτηση είναι υποτονική, παρά την υποχώρηση της ανεργίας και το ότι οι διαπραγματεύσεις για την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος και το μετα-μνημονιακό πλαίσιο δεν ήταν παρατεταμένες.
Οι πιέσεις στην κατανάλωση σχετίζονται κυρίως με τη συσσώρευση φορολογικών υποχρεώσεων για τα νοικοκυριά. Εξαιρώντας τη μάλλον πρόσκαιρη επίπτωση των πλοίων, οι επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο ανέρχονται, για πρώτη φορά στην τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση, μάλλον για έκτακτους λόγους, το 2015. Από την άλλη, η αποεπένδυση που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία από το 2011 (σωρευτικά -8,5%), η κλιμάκωση του διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού, ευρύτερα η ανάγκη σταθερής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, καθιστούν απαραίτητη την κλιμάκωση της επενδυτικής δραστηριότητας με πολύ ταχύτερους ρυθμούς.
Ανεξάρτητα από τους παράγοντες που επηρεάζουν τις συνιστώσες του ΑΕΠ, η τάση του το τρέχον έτος θα επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό από άλλους, «οριζόντιους» παράγοντες, όπως η εφαρμογή στη μετά-προγραμματική περίοδο των συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων, χωρίς αμφιταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις, η εξέλιξη του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των καταθέσεων, που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την παροχή πιστώσεων και άρα τις επενδύσεις και την κατανάλωση και οι διεθνείς εξελίξεις, κυρίως γύρω από τις πολιτικές εμπορικές προστατευτισμού, τις εξελίξεις στην Ιταλία και τη σταδιακή ολοκλήρωση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.