
Στη δίνη της δημοσιότητας ρίχνει η κυβέρνηση νομοσχέδια τα οποία αφού «ζυγίσει» τις αντιδράσεις των πολιτών και το ύψος του πολιτικού κόστους επιλέγει εάν θα τα διατηρήσει ή όχι. Όπως ακριβώς έγινε με ορισμένες προβλέψεις του νομοσχεδίου για τις μεταφορές (πχ η αύξηση του ορίου ταχύτητας στα 150 χλμ/ώρα πρόβλεψη που αποσύρθηκε μετά τις αντιδράσεις των συγκοινωνιολόγων οι οποίοι τόνιζαν ότι έθετε σε κίνδυνο την οδική ασφάλεια) έτσι έγινε και με το περιβόητο νομοσχέδιο για τα αδέσποτα και δεσποζόμενα ζώα. Με πρόσχημα κακές πρακτικές φιλοζωικών οργανώσεων η κυβέρνηση σκόπευε να νομοθετήσει την απαγόρευση της δράσης τους. Σε αυτό το πλαίσιο όμως άνοιγε το δρόμο για τη θανάτωση χιλιάδων αδέσποτων ζώων, ενώ δεν εξασφάλιζε με ουδέναν τρόπο την ύπαρξη ελεγκτικού μηχανισμού που θα επέβαλε πρόστιμα στους παρανομούντες ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς. Το ράβε-ξήλωνε νομοθετικών προβλέψεων μόνο προχειρότητα μπορεί να υποδηλώνει. Ένα λάθος, μια εκτίμηση η οποία δεν βρήκε το σωστό στόχο είναι κατανοητό. Όταν όμως ο αριθμός των νομοθετημάτων που κατατίθενται και στη συνέχεια αποσύρονται ή ακυρώνονται από ανώτατα όργανα (πχ εισοδηματικά κριτήρια στον καταλογισμό προστίμων για παραβάσεις του ΚΟΚ) αυξάνεται συνεχώς, μάλλον κάτι γίνεται λάθος. Είτε επιχειρεί η κυβέρνηση να περάσει νόμους οι οποίοι γνωρίζει ότι θα προκαλέσουν αντιδράσεις και ευελπιστεί ότι ουδείς θα ασχοληθεί είτε η όλη διαδικασία σύνταξης νόμων είναι τόσο πρόχειρη που εγείρει άλλα ζητήματα. Πέραν του ζητήματος της ικανότητας ή της αξιοπιστίας μιας κυβέρνησης η οποία δεν μπορεί ούτε ένα νόμο να συντάξει σωστά τίθεται και το ζήτημα της αλαζονείας. «Εμείς είμαστε κυβέρνηση και ό,τι θέλουμε κάνουμε» είναι το μότο της σημερινής ηγεσίας της χώρας. Και όλα αυτά σε μια περίοδο που κρίνεται η αξιολόγηση της οικονομίας της χώρας η οποία θα κρίνει την έξοδό της από τη μακρά περίοδο των μνημονίων. Το πρόβλημα είναι όμως ότι μας έχουν καταλάβει και οι έξω. Σε κάθε ευκαιρία επισημαίνουν στελέχη των θεσμών ότι οι νόμοι μπορεί να έχουν ψηφιστεί ωστόσο εκκρεμεί η εφαρμογή τους. Το ζήτημα των μεταρρυθμίσεων παραμένει το μεγάλο αγκάθι. Αλλά ποιος δίνει σημασία, αφού ακόμη και αυτά που ψηφίζονται σε μεγάλο βαθμό δεν εφαρμόζονται, ενώ πολλά νομοθετήματα κατατίθενται με τελικό σκοπό να αποσυρθούν.




































