Στα ύψη «εκτόξευσε» το παράβολο στις ομαδικές προσφυγές, γνωμοδότηση του ΣτΕ, προκειμένου να περιορίσει τον όγκο των αιτήσεων που υποβάλλουν οι πολίτες.
Αναλυτικά, στο Β΄ Τμήμα του ΣτΕ κρίθηκε προσωρινά ότι στις ομαδικές αιτήσεις ακύρωσης δεν θα καταβάλλεται ένα παράβολο των 150 ευρώ, όπως γίνεται μέχρι τώρα, αλλά ξεχωριστά 150 ευρώ θα καταβάλλει ο κάθε ένας από όσους συμμετέχουν στην αίτηση ακύρωσης.
Το θέμα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού για οριστική κρίση.
31 άτομα θα καταβάλουν 4.650 ευρώ
Να σημειωθεί ότι σε μια από τις ομαδικές υποθέσεις που απασχόλησαν το ΣτΕ είχαν καταθέσει ομαδική αίτηση ακύρωσης 31 άτομα και είχαν καταβάλει ένα παράβολο των 150 ευρώ.
Τώρα σύμφωνα με το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ για να μην απορριφθεί η ομαδική αίτηση ακύρωσης έπρεπε να καταβληθούν παράβολα συνολικού ύψους 4.650 ευρώ. Επίσης, ο δικηγόρος που χειρίστηκε την υπόθεση ενώπιον του ακροατηρίου για να μην απορριφθεί η αίτηση, δέχθηκε ότι εάν το ΣτΕ κρίνει ότι πρέπει να πληρωθούν 31 παράβολα των 150 ευρώ, τότε να εκληφθεί ως προσφεύγων στο δικαστήριο εκείνος που είναι πρώτος στην αίτηση ακύρωσης και για τους υπόλοιπους 30 να απορριφθεί.
Το σκεπτικό των δικαστών
Ειδικότερα, το Β΄Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Μαίρη Σάρπ και εισηγητή τον πάρεδρο Ιωάννη Δημητρακόπουλο, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι «προκύπτει αβίαστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, σε περίπτωση, όπως η παρούσα, άσκησης αιτήσεως ακυρώσεως από περισσότερα πρόσωπα και ανεξαρτήτως της ύπαρξης δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους, οφείλεται, επί ποινή απαραδέκτου, παράβολο χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα αυτά».
Διαφορετικά, σύμφωνα με το δικαστήριο «δηλαδή υπό την ερμηνευτική εκδοχή ότι αρκεί η πληρωμή ενός μόνο παραβόλου για όλους τους αιτούντες, υπονομεύονται ο σκοπός και το ωφέλιμο αποτέλεσμα του άρθρου 36 του π.δ. 18/1989, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία του δικαστηρίου».
Ακόμα, στην απόφαση αναφέρεται: «Η υποχρέωση καταβολής παραβόλου (150 ευρώ) χωριστά για καθέναν από τους αιτούντες συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας εκάστου εξ αυτών, διότι, εφόσον είναι επιτρεπτή η επιβολή υποχρέωσης καταβολής παραβόλου 150 ευρώ σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που ασκείται από ένα πρόσωπο, επιτρέπεται, κατά λογική αναγκαιότητα, να επιβληθεί και υποχρέωση καταβολής παραβόλου 150 ευρώ χωριστά για καθένα από τα πρόσωπα τα οποία ζητούν από κοινού, με ένα δικόγραφο, την ακύρωση ορισμένης διοικητικής πράξης».
Αποτελεσματική λειτουργία
Επίσης, αναφέρεται στην απόφαση ότι με την καταβολή ξεχωριστού παραβόλου «διασφαλίζεται, κατά το δυνατό, η ορθή, σύμφωνη με το σκοπό της και λελογισμένη άσκηση της εν λόγω δικονομικής δυνατότητας, προς όφελος και της αποτελεσματικής λειτουργίας του δικαστηρίου».
«‘Αλλωστε, ακόμα και με την εφαρμογή του ανωτέρω περιορισμού για το παράβολο, η ομοδικία, ως δικονομική δυνατότητα, δεν θίγεται ουσιωδώς και εξακολουθεί να είναι ελκυστική για τους ενδιαφερόμενους, ως μέσο (δικονομικής) ένωσης των δυνάμεών τους, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών, καθώς τους επιτρέπει να μοιραστούν τα λοιπά έξοδα της δίκης και, ιδίως, της δικηγορικής αμοιβής για το ένδικο βοήθημα και τη συζήτησή του».
Η μειοψηφία
Η μειοψηφία (οι σύμβουλοι Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος και Ιωάννης Σύμπλης, όπως και η πάρεδρος χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου Όλγα-Μαρία Βασιλάκη) εξέφρασαν την άποψη ότι οι ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις ότι:
«ουδόλως θεσπίζουν υποχρέωση καταβολής παραβόλου για καθένα χωριστά από τους διαδίκους που ενώνονται στο κοινό δικόγραφο στο πλαίσιο του δικονομικού θεσμού της ομοδικίας, εφ’ όσον μάλιστα η ακυρωτική δίκη αφορά την αντικειμενική νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και όχι αυτοτελείς ατομικές αξιώσεις και δίκαια εξ υποκειμένου, η δε ομοδικία (κατ’ αντίθεση προς τις χαλαρότερες προϋποθέσεις που τάσσονται επί αγωγής) προϋποθέτει κοινό έννομο συμφέρον και κοινούς λόγους ακυρώσεως».